- κρατορία
- κρᾰτορία, ἡ,A power, might, θεοῦ Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατορία — κρατορία, ἡ (Μ) [κράτωρ] 1. κυριαρχία, εξουσία 2. αυτοκρατορία … Dictionary of Greek
κρατορίας — κρατορίᾱς , κρατορία power fem acc pl κρατορίᾱς , κρατορία power fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατορίαν — κρατορίᾱν , κρατορία power fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιοκρατορία — ἰδιοκρατορία, ἡ (Μ) αυτονομία, ανεξάρτητη διακυβέρνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + κρατορία (< κράτωρ, βλ. αυτοκράτωρ), πρβλ. θαλασσο κρατορία, κοσμο κρατορία] … Dictionary of Greek
παθοκρατορία — παθοκρατορία, ἡ (Α) παθοκράτεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κρατορία, πιθ. μέσω αμάρτυρου *παθοκράτωρ (πρβλ. αυτοκρατορία)] … Dictionary of Greek